Δεσμός. Γόρδιος. Ο

Ο Βασιλιάς Λεοπόλδος ο Γ’ σηκώθηκε νωχελικά από το κρεβάτι του.
Άλλη μια μέρα υποχρεώσεων, αποφάσεων και συμποσίων στο μικρό κρατίδιο του Φιζμπάουχεν.
Είναι κουραστικό να είσαι βασιλιάς.

Τα πόδια του πάτησαν βαριά στη μπουχάρα.
Τα βήματά του ήταν αργά αλλά σταθερά προς το λουτρό.
Μέχρι που σκόνταψε σε κάτι.
Σε ένα κομάτι σχοινί.
Μ’ έναν κόμπο στη μέση.

Με την τσίμπλα ακόμα στο μάτι, ξανακάθησε στο κρεβάτι και βάλθηκε να λύσει τον κόμπο.
Τα χοντρά γερασμένα δάχτυλά του πάλεψαν για μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να παραδοθούν.
Ο ξεραμένος από το πρωινό αεράκι ιδρώτας στο γουρουνίσιο λαιμό του, κύλησε και πάλι σε ρυάκι.
Είχε χρόνια να προσπαθήσει να κάνει κάτι μόνος του.
Και γιατί να το κάνει τώρα;

Αφού ντύθηκε, κατέβηκε στην αίθουσα του θρόνου.
Φώναξε τη βασιλική φρουρά και τους έβαλε να προσπαθήσουν ένας-ένας να λύσουν τον κόμπο αλλά μάταια. Ένας από τους στρατιώτες, εκνευρισμένος με το πεισματάρικο σκοινί, έβγαλε το σπαθί από το ζωνάρι για να το κόψει στη μέση, μέχρι που τον σταμάτησε μια βροντερή φωνή.
“Όχι, θα βρεθεί κάποιος άξιος σ’ αυτό το μπουρδέλο να τον λύσει τον κόμπο”

Ο κόμπος τοποθετήθηκε σε ένα τραπέζι, μπροστά στο θρόνο του βασιλιά.
Τριγύρω του στήθηκε σε παράταξη η βασιλική φρουρά.

“Φέρτε μου τον πιο δυνατό άντρα στο βασίλειο”

Ο Αρνόλδος, φτωχός ξυλουργός στο επάγγελμα, έσπευσε σε βοήθεια του βασιλιά.
Έπιασε τον κόμπο και με τα δυο του χέρια και άρχισε να τον τραβολογάει, πότε προς τα μέσα, πότε προς τα έξω. Τα μπράτσα του έσφιγγαν επικίνδυνα, οι φλέβες του έσπαγαν μπροστά στα τρομαγμένα μάτια των αρχόντων. Ο Βασιλιάς Λεοπόλδος έγνεψε στο πρωτοπαλίκαρό του, ο οποίος κατέβασε το τσεκούρι του στο κεφάλι του Αρνόλδου, σωριάζοντάς τον στο χαλί.

“Φέρτε μου την πιο ικανή μοδίστρα του κάστρου”

Η Υφανδή προχώρησε ταπεινά και υποκλίθηκε στο βασιλιά.
Αμέσως έπιασε τον κόμπο με τα ταλαιπωρημένα από τον αργαλειό χέρια της και βάλθηκε να λύσει τον κόμπο. Η ανάσα της γινόταν όλο και πιο έντονη και ρυθμική καθώς προσπαθούσε το ακατόρθωτο. Η υπομονή του βασιλιά εξαντλήθηκε γρήγορα και ένα μαχαίρι καρφώθηκε καταμεσής τους στέρνου της.

“Άχρηστοι, είστε όλοι άχρηστοι” βροντοφώναξε ο βασιλιάς και κλώτσησε το τραπέζι με δύναμη, με αποτέλεσμα το σκοινί να πέσει στο χαλί. Με τα αυτιά του κόκκινα από το θυμό, έφυγε από την αίθουσα του θρόνου με δύο δρασκελιές. Μαζί του και όλη η υπόλοιπη κομπανία τσαρλατάνων, αυλικών και στρατιωτών, αφήνοντας στο χώρο μόνο το σκοινί και τα πτώματα του Αρνόλδου και της Υφαντής.

Όταν το δωμάτιο ερήμωσε, η κουρτίνα σάλεψε και από πίσω της εμφανίστηκαν τα δύο εγγόνια του βασιλιά. Ο Λεοπόλδος ο Δ’ και η Ιζόλδη, οι οποίοι είχαν κρυφτεί προσεκτικά πίσω από την κουρτίνα, παρακολουθώντας εμβρόντητοι το θέαμα. Τα δύο πιτσιρίκια πλησίασαν φοβισμένα αυτόν τον φοβερό δεσμό που είχε κοστίσει τη ζωή σε δύο ανθρώπους και έκανε τον παππού τους να τρέμει από τα νεύρα του.

Η μικρή Ιζόλδη πήρε τον κόμπο στα χέρια της, ανήξερη, μπερδεμένη, ανήσυχη…

“Τι έχουν πάθει όλοι με αυτόν τον κόμπο Λεοπόλδε;”
“Δεν ξέρω… αλλά εγώ, αν ήμουν βασιλιάς, θα τον έκανα κομμάτια”
“Δεν τον λυπάσαι; Δεν βλέπεις πώς τον κατάντησαν; Το σκοινί ξέφτισε, ταλαιπωρήθηκε. Νιώθεις τις ίνες του να σπαράζουν μέσα στον κόμπο”
“Δεν λυπάμαι κανέναν. Κόμπος είναι και πρέπει να λυθεί”

“Μα τι φταίει αυτός ο κόμπος που δεν λύνεται;”

Αν μπορούσε, θα είχε λυθεί από μόνος του

1 Responses to Δεσμός. Γόρδιος. Ο

  1. Ο/Η conte de tobr λέει:

    kapoios grafei

    egrapses

Σχολιάστε