Η καρδιά του λαγού

«Σ’ αγαπάω αλλά δεν μπορώ άλλο»
«Μην μου το κάνεις αυτό»
«Θέλω να χωρίσουμε»

«Δεν βλέπω το λόγο, κάτσε να το συζητήσουμε»
«Δεν αλλάζω γνώμη, το έχω αποφασίσει»
«Σε παρακαλώ, ξανασκέψου το»
«Το σκέφτομαι εδώ και καιρό, δεν τραβάει πια»
«Εξήγησέ μου, τι έκανα;»
«Δεν έκανες τίποτα. Αυτό είναι το θέμα»
«Κι αν αλλάξω; Θα δεις, θα είναι όλα και πάλι καλά»
«Δεν μπορώ να μείνω»
«Δεν μπορεί, κάποιος τρόπος θα υπάρχει να αλλάξεις γνώμη»
«Υπάρχει κάτι που θα με έκανε να το ξανασκεφτώ»
«Πες μου τι και θα το κάνω»
«Όχι, δεν μπορώ να σου το ζητήσω αυτό»
«Πες μου, θα τρελαθώ, πες μου τι θέλεις»
«Θέλω την καρδιά του λαγού»
«Μα… η καρδιά του λαγού… εγώ δεν…»
«Τότε θα φύγω και δεν θα με ξαναδεις»

Τα πόδια που πριν λίγο έτρεμαν στο ρίγος, ορθώθηκαν σαν πυλώνες
Το χέρια ψαχούλεψαν στο συρτάρι να βρουν το μαχαίρι
Κινήσεις απρόσεκτες, βιαστικές

Η πόρτα έμεινε ανοιχτή, σαν να ήξερε
Το βήματα ήταν γρήγορα στις νοτισμένες από τη βροχή φυλλωσιές
Το δάσος ήταν μπροστά στα μάτια του κι ας μην το θυμόταν

Όρμησε στους θάμνους γρυλίζοντας και λυσσώντας
Έσκιζε τα φύλλα με μανία για να ανοίξει δρόμο
Γέμιζε αέρα τα ρουθούνια του να εντοπίσει τη μυρωδιά του λαγού

Το μονοπάτι είχε βαλτώσει από τη φθινοπωρινή βροχή
Τα γυμνά του πόδια έμπαιναν βαθιά στη λάσπη σε κάθε του βήμα
Τα κλαδιά των δέντρων χτύπαγαν λυσσαλέα στο πρόσωπό του καθώς τα προσπερνούσε με ταχύτητα

Έπρεπε να προλάβει
Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε

Δεν ήξερε ότι δεν ήταν θέμα χρόνου

Στο βάθος είδε την πεδιάδα και τα ζώα να λιάζονται σε έναν ντροπαλό ήλιο που φάνηκε ανάμεσα στα σύννεφα
Ήταν όλα μαζεμένα στην τελευταία σύναξη πριν τη βαρυχειμωνιά
Θυμόντουσαν μικρές αθώες στιγμές του καλοκαιριού και νοσταλγούσαν

Βούτηξε καταπάνω τους και άρχισε να τα ρωτάει για τον λαγό
Έπιανε τα ελάφια από τα κέρατα και τα λιοντάρια από τις μουσούδες
Φώναζε, ούρλιαζε, τα χτυπούσε

«Που είναι ο λαγός; Φέρτε τον εδώ τώρα»

Τα ζώα παραμέρισαν από τον φόβο
Στην άκρη της πεδιάδας φάνηκε ένας κομμένος κορμός
Ο λαγός στεκόταν πάνω του και κοίταγε τα σύννεφα να παιχνιδίζουν στον ουρανό.

Έτρεξε με δυο βήματα κοντά του
Ο λαγός τον περίμενε
Ήξερε..

Ένα συγνώμη ακούστηκε καθώς το μαχαίρι έσκιζε τον αέρα με μεγαλύτερη δυσκολία απ’ ότι έσκισε το λαιμό του λαγού στα δύο

Τα ζώα γύρισαν από την άλλη για να μην βλέπουν το θέαμα
Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε
Δεν μπορούσαν ούτε να καταλάβουν ούτε να αντισταθούν

Το στέρνο του λαγού άνοιξε και η καρδιά ξεπρόβαλε στο φως
Την έκοψε προσεκτικά από την σάρκα, την κράτησε σφιχτά στην παλάμη και έτρεξε προς τα πίσω
Το κουφάρι του λαγού έμεινε ακίνητο, ξεκοιλιασμένο

Η πόρτα ήταν ακόμα ανοιχτή
Δεν είχε κλείσει και ποτέ

Τα πόδια του μπερδεύτηκαν στα σκαλιά
Σκόνταψε αλλά ξανασηκώθηκε
Χίμηξε στην κρεβατοκάμαρα να την βρει
Αλλά δεν ήταν εκεί

Ποτέ δεν ήταν εκεί

Ό,τι κι αν έκανε εκείνος
Ό,τι κι αν της χάριζε
Όσο κι αν την ποθούσε

Έκατσε προσεκτικά στο λευκό σεντόνι
Η ανάσα ακουγόταν ακόμα γρήγορη στα αυτιά του
Τα δόντια του προσπαθούσαν να σπάσουν το ένα το άλλο
Στο χέρι του κρατούσε ακόμα κάτι
Την καρδιά του λαγού

Ήταν ακόμα ζεστή
Ήταν ακόμα ζωντανή

Αλλά ήταν και μόνη

Χωρίς σώμα..

Χωρίς ψυχή..

Σχολιάστε