Ο Πέτρος και ο φάρος

Δεν σου έχει τύχει ποτέ στη ζωή σου να βλέπεις σε κάποιον άνθρωπο ή σε ένα αντικείμενο κάτι που ο υπόλοιπος κόσμος αγνοεί ή προσπερνά; Κάτι τέτοιο συνέβη και στον δωδεκάχρονο Πέτρο πριν μερικές ημέρες.

Ο Πέτρος είναι αυτό που οι γονείς ονομάζουν καλό παιδί. Σε αντίθεση με τα φασαριόζικα ξαδέρφια του που μένουν στο δίπλα σπίτι και τα υπόλοιπα αγόρια της γειτονιάς, ο Πέτρος είναι ένα πολύ ήσυχο παιδί. Ένα αρκετά μοναχικό παιδί.

Μην τον λυπηθείς. Είναι χαρούμενος μέσα στη μοναξιά του. Βλέπεις ο Πέτρος αγαπάει πιο πολύ απ’ όλα σ’ αυτόν τον κόσμο, να κάθεται και να παρατηρεί. Τη φύση, τους ανθρώπους, τον χρόνο που περνά πιο αργά απ’ όσο θα θελε εκείνος να περνά.

Σαν παιδί κι αυτός βιάζεται να μεγαλώσει. Να γίνει σαν τον αδερφό του τον Διονύση που τελείωσε πέρυσι το σχολείο και κατέβηκε στην Αθήνα να σπουδάσει. Δεν του αρέσει του Πέτρου στο χωριό. Βαρέθηκε τα ίδια και τα ίδια. Τους ανθρώπους, το σπίτι του, τον φωνακλά πατέρα του.

Την μάνα του την αγαπά παθολογικά. Αρρωσταίνει στην ιδέα ότι κάποια μέρα θα φύγει από το σπίτι. Και σε κάθε τηλέφωνο που δεν σηκώνει ο αδερφός του ο Διονύσης, ο Πέτρος είναι εκείνος που πάει και χώνεται στην ποδιά της να την πάρει αγκαλιά να μην στεναχωριέται. Και της λέει ότι εκείνος δεν θα κάνει τα ίδια όταν μεγαλώσει.

Ήταν η τέταρτη φορά που δεν το σήκωνε το τηλέφωνο ο Διονύσης μέσα σε λίγες ώρες. Ήταν μεσημέρι Κυριακής και είχαν μαζευτεί καμιά 15αριά άτομα στην αυλή του σπιτιού του Πέτρου. Όλες οι αδερφές της μάνας του με τα ξαδέρφια του και τους θείους του.

« Έλα μωρέ, θα κοιμάται το παιδί, θα ξενύχτησε χτες» έλεγε γελώντας ένας θείος του Πέτρου μετά το τέταρτο ποτήρι κρασί

«Ανησυχώ για το παιδί μου» ακουγόταν ημιλυγμώδης η φωνή της μάνας.

Ο Πέτρος καθόταν σιωπηλός όπως πάντα.

Ο πατέρας στην κεφαλή του τραπεζιού ήταν συνοφρυωμένος και σοβαρός. Μπαϊλντισμένος από τη δουλειά, από τα σόγια της γυναίκας του, από τη ζωή την ίδια, δεν ήθελε να βλέπει άνθρωπο μπροστά του.

«Να πάει να πνιγεί ο αχάριστος. Πρέπει να αλλάξουν πολλά σε αυτό το σπίτι»

Και ο κατάλογος με τις αλλαγές ήταν ατελείωτος για τον πατέρα. Από το ύφος της γυναίκας του, το αυτοκίνητο που οδηγεί, τα τραπεζομάντηλα που έχουν ξεφτίσει, τα πόμολα στις πόρτες. Ακόμα και το παλιό κλουβί του καναρινιού που είχαν αφήσει ψηλά σε έναν τοίχο στο δωμάτιο του μικρού τον ενοχλούσε.

«Δεν είναι κλουβί αυτό είναι φάρος» είπε σχεδόν διστακτικά ο Πέτρος διακόπτωντας άγαρμπα τον μονόλογο του πατέρα του.

Εκείνος ξέσπασε σε γέλια με την ανοησία του γιου του και κατέβασε μονορούφι το κρασί του.

«Δεν είναι φάρος γιε μου. Φάρος ήταν εκείνος που σου ‘δειξα πέρυσι το καλοκαίρι στο καράβι» και γέμισε ξανά το ποτήρι. Αλλά ο Πέτρος επέμεινε.

«Φάρος είναι μπαμπά»

Ο πατέρας δεν είχε πια όρεξη για γέλια. Κατέβασε το ποτήρι το κρασί και έμεινε σιωπηλός κοιτώντας το γιο του που ανακάτευε βαριεστημένα το φαγητό στο πιάτο.

«Δεν είναι φάρος. Κάνεις λάθος»

«Φάρος είναι μπαμπά και τα βράδια…»

Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση ο μικρός, το τραπέζι αναποδογύρισε και ο πατέρας βρέθηκε με δυο βήματα κοντά του. Τον άρπαξε από το χέρι και τον έσυρε στο δωμάτιο.

«Ένα γαμωκλουβί είναι» ούρλιαζε καθώς πετούσε τον πιτσιρικά από τοίχο σε τοίχο.

Με το χέρι του να ανεβοκατεβαίνει δυνατά στο σώμα του παιδιού, χωρίς σχέδιο, χωρίς προσανατολισμό, χωρίς λογική. Κάθε χτύπημα στην κοιλιά, τα πόδια και το πρόσωπο του μικρού βύθιζε την αυλή σε ακόμα μεγαλύτερη σιωπή.

Σαν σίφουνας πέρασε ο πατέρας δίπλα από όλους πριν μπει στο αμάξι και εξαφανιστεί. Και δεν  γύρισε μέχρι αργά το βράδυ. Τον άκουσε ο Πέτρος χωμένος στο κρεβάτι του να κοπανάει την πόρτα και να σέρνει τα πόδια μέχρι την κρεβατοκάμαρα πριν αρχίσει να ροχαλίζει.

Η μητέρα του μπήκε στις μύτες στο δωμάτιό του Πέτρου να τον καληνυχτίσει. Δεν του είπε τίποτα. Άνοιξε το παράθυρο όπως κάθε βράδυ, τον σκέπασε με το σεντόνι και του έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο, το μόνο μέρος που θα τον φίλαγε χωρίς να πονέσει.

Του έκλεισε το φως και την πόρτα και χώθηκε κι εκείνη στο δωμάτιό της.

Κι ο Πέτρος έμενε σιωπηλός στο κρεβάτι του, με τα πλευρά του να τον καίνε σε κάθε του κίνηση, με τα καύκαλα στις πληγές του να τρίβονται σε κάθε θέληση του σεντονιού. Με το βλέμμα του όμως καρφωμένο στο παράθυρο και το κλουβί που στεκόταν δίπλα σε αυτό.

Η νύχτα ήταν βαριά και τίποτα δεν φαινόταν ικανό να νικήσει το σκοτάδι. Μέχρι που το πρόσωπο του Πέτρου φωτίστηκε. Για λίγα μόλις χιλιοστά του δευτερολέπτου αλλά φωτίστηκε.

Και ύστερα ξανά. Ξανά και ξανά. Ένα φως έσκιζε βίαια το πηχτό σκοτάδι και φώτιζε το πρόσωπο το πρησμένο πρόσωπο του Πέτρου. Ένα πρόσωπο που κάθε φορά που φωτιζόταν, χάριζε στο δωμάτιο ένα τεράστιο αθώο χαμόγελο.

Μία πελώρια πυγολαμπίδα είχε μπει για ακόμα ένα βράδυ στο δωμάτιο του Πέτρου κι είχε βρει τη θέση της πάνω στο κλουβί. Μια πυγολαμπίδα που πότε φώτιζε λαμπερά το δωμάτιο κάνοντας τον Πέτρο να νιώθει ζωντανός και πότε έσβηνε κάνοντας τον Πέτρο να ανοίγει ακόμα πιο διάπλατα τα μάτια του μες στο σκοτάδι μέχρι να τον ξαναβρεί το φως.

Με το σώμα του ματωμένο και πληγωμένο, με τα μάγουλά του να ζεματάνε από το πρήξιμο και με το κεφάλι του βαρύ από τα χτυπήματα στον σβέρκο, ο Πέτρος στεκόταν ακίνητος στο κρεβάτι και κοιτούσε επίμονα την πυγολαμπίδα πάνω στο κλουβί.

Μπορούσε να πάει να ξυπνήσει την μητέρα του. Να της δείξει ότι είχε δίκιο το μεσημέρι. Να την βάλει να εξηγήσει στον πατέρα του πόσο άδικα του είχε φερθεί. Αλλά δεν ήθελε.

Όχι από υπερηφάνια, όχι από παιδική ανοησία. Αλλά επειδή απολάμβανε πραγματικά να βλέπει εκείνος κάτι που όλος ο υπόλοιπος κόσμος δεν μπορεί να δει.

Έναν φάρο που φώτιζε κάθε νύχτα μόνο για εκείνον

Σχολιάστε