Μάρκος. Ένας άπιστος χουλιγκάνος.

Η θάλασσα ήταν η εκκλησία του
Το ερημητήριό του
Η σωτηρία του

Όταν άλλοι έτρεχαν στην εκκλησία να βρουν τον Θεό τους, ο Μάρκος πήγαινε στη θάλασσα
Καθόταν ευλαβικά σε έναν βράχο σαν να στεκόταν σε στασίδι και προσευχόταν ενώπιον κυμάτων και γλάρων
Η φωνή του έσπαγε στον άνεμο και θέριευε στη νηνεμία

Στη θάλασσα είχε πάει στα 18 του, όταν έδινε εξετάσεις για να μπει στο πανεπιστήμιο
Είχε πάρει και τα βιβλία του μαζί για να τα ευλογήσει
Τα είχε απλώσει στα βράχια ένα ολόκληρο βράδυ κι εκείνος ξαπλωμένος ένιωθε να παίρνει όλη τη γνώση μονομιάς

Στη θάλασσα είχε πάει και στα 20 του, όταν έχασε τη μάνα του
Πέταγε οργισμένος πέτρες στα κύματα και φώναζε
Για λίγα λεπτά μόνο
Ύστερα έκατσε σιωπηλός και ζητούσε από την άμμο να την αναπαύσει

Στη θάλασσα είχε πάει και στα 23 του, όταν ήθελε να του κάτσει το Λιτσάκι
Ο κουτός
Ξάπλωνε στα βότσαλα και μιλούσε στ’ άστρα σαν να είναι εκείνη
Έβλεπε την εικόνα της στις φυσαλίδες
Τα μάτια της στο καθρέφτισμα του φεγγαριού

Στη θάλασσα είχε πάει και στα 28 του, όταν προετοιμαζόταν για το interview
Έδεσε την γραβάτα του κοιτώντας το πλοίο της γραμμής να ταλαιπωρείται στην σπηλιάδα
Ξαναπρόβαρε την χειραψία και τον χαιρετισμό του από τον πιο ψηλό βράχο της παραλίας

Στη θάλασσα πήγε και χθες το βράδυ
Χθες που ένιωσε να τα χάνει όλα μέσα ένα δίφυλλο ιατρικών εξετάσεων

Ήταν λίγο πριν τις 9 το βράδυ όταν έφτασε στην παραλία
Ο ήλιος δίσταζε ακόμα να βουτήξει στη θάλασσα, του φαινόταν λίγο δροσερή

Ο Μάρκος περπάτησε αργά στο βράχο που έγλυφε το κύμα
Στάθηκε με τα χέρια στη μέση και κοίταξε κατάματα το ηλιοβασίλεμα

Δεν είχε δάκρυα να ρίξει
Στεκόταν σχεδόν αμήχανος μπροστά στον Θεό του

Ξέσφιξε τη ζώνη της βερμούδας του και την άφησε να πέσει μαζί με το εσώρουχο στους αστραγάλους του
Ένιωσε το αεράκι να τον χαιδεύει ανάμεσα στα πόδια

Έβαλε τα χέρια πίσω από το κεφάλι και άρχισε να κατουράει τη θάλασσα
Άναρχα..
Άστοχα..

Στα χείλη του εμφανίστηκε ένα πεισματικό χαμόγελο που γρήγορα μετατράπηκε σε νευρικό γέλιο
Γέλαγε δυνατά
Γέλαγε με την ψυχή του
Με το βλέμμα του τρελού στα μάτια

Το γέλιο του έφτασε στην σπηλιά του Ποσειδώνα
Ο γέρος ξύπνησε από την απογευματινή του σιέστα
Ανασηκώθηκε με τη βοήθεια της σκουριασμένης τρίαινας να δει τι συμβαίνει
Είδε έναν παλαβό να κατουράει στον κήπο του

Σκέφτηκε να σηκώσει ένα κύμα να τον πνίξει
Αλλά βαρέθηκε στην ιδέα να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του
Μόνο έσυρε τα βραχωμένα πόδια του ξανά μέσα στη σπηλιά μουρμουρίζοντας..

“Άπιστοι χουλιγκάνοι”

Σχολιάστε