Κατακόκκινο

Το όνειρο κόπηκε απότομα

Άνοιξε τα μάτια του με δυσκολία

Σκούπισε βιαστικά τα πέταλά του για να μπορέσει να δει

Αυτός ο αναθεματισμένος κηπουρός είχε αρχίσει πάλι να ψεκάζει

Κι ήταν πικρό το φυτοφάρμακο

 

Και τι ωραίο όνειρο ήταν αυτό που έβλεπε νωρίτερα

Ήταν λέει ανθισμένο σε μια άγριοτριανταφυλλιά

Σκαρφαλωμένο στον κορμό ενός πεύκου στην Ανάβυσσο

Φυλακισμένο να βλέπει τη θάλασσα για μια ζωή

Φυλακή ήταν αυτή;

 

Φυλακή ήταν αυτό το θερμοκήπιο στο οποίο είχε γεννηθεί

Αλλά δεν παραπονιόταν και πολύ

Το φαρμακάκι του, το ποτισματάκι του, παρεούλα, καμιά μουσικούλα..

Μια χαρά κι εφτά ροδοπέταλα

 

Μόνο που μεγάλωνε γρήγορα

Θέριευε το κοτσάνι του, αγρίευαν τα αγκάθια του

Ήξερε ότι δεν θα αργούσε πολύ η στιγμή που θα το έπαιρναν από εκεί

Να πάει να εκτελέσει το καθήκον του απέναντι στον έρωτα

Το ίδιο ιερό καθήκον που επιτελούσαν γενιές και γενιές τριανταφύλλων αιώνες τώρα

 

Τι φοβερή μάχη πρέπει να είχαν δώσει οι πρόγονοί τους για να κυριαρχήσουν στον κόσμο των λουλουδιών

 

Και το συγκεκριμένο άνηκε στα προνομιούχα τριαντάφυλλα, τα κόκκινα

Πόσο θα ντρεπόταν αν είχε γεννηθεί λευκό ή ροζ

Καλά αν είχε γεννηθεί κίτρινο, θα είχε μαδήσει μόνο του τα πέταλά του

 

Αλλά ας μην ξεφεύγουμε από το θέμα

 

Τα βράδια ήταν πάντα πιο ανήσυχα

 

«Τι λες; Θα έρθουν αύριο να μας κόψουν;»

«Δεν ξέρω, ανυπομονώ..»

 

Και η μέρα δεν άργησε να έρθει

Η αίσθηση ήταν μαγική

Ένα μικρό κρακ με ένα ψαλίδι ήταν αρκετό

Ελεύθερο πια από τον κορμό που το κράταγε στη γη

Έτοιμο να συναγωνιστεί με τα άλλα τριαντάφυλλα

 

Στο πιο μεγάλο ανθοπωλείο της Αθήνας το πήγαν, στο Κολωνάκι

Από τη βιτρίνα που στεκόταν μπορούσε να χαζεύει τόσο μέσα στο μαγαζί όσο και στο δρόμο

Έβλεπε πλήθος κόσμου να περνάει αδιάφορα από το ανθοπωλείο

Μόνο μερικοί κοντοστέκονταν

Ακόμα λιγότεροι έμπαιναν

 

Αυτοί που έμπαιναν όμως ήταν ωραίοι τύποι

Κουστουμάτοι με ακριβά μανικετόκουμπα

Του είχαν μιλήσει για αυτούς τους τύπους όταν ήταν στο θερμοκήπιο

 

Αγόραζαν λέει με το σωρό τα τριαντάφυλλα

Κάποια για τις γυναίκες τους

Κάποια περισσότερα για τις γκόμενές τους

Αλλά δεν έχει σημασία

 

Έφτιαχναν πελώριες ανθοδέσμες από τριαντάφυλλα, παρέα με λίλιουμ και ορτανσίες

Στολισμένες με πρασινάδες και πολύ χρωμες κορδέλες

Ξόδευαν δεκάδες ευρώ για μία και μόνο ανθοδέσμη

Ε λοιπόν σε μια τέτοια ήθελε να μπει και αυτό

Δεν του άξιζε τίποτα λιγότερο

 

Πόσο περήφανα θα ήταν τα παιδιά πίσω στο φυτώριο αν το έβλεπαν στη βιτρίνα

Να είναι στην πρώτη γραμμή από το πρωί και να περνάει μπροστά του όλη η ελίτ

Να φουσκώνει τα αγκάθια του και να ανοίγει τα πέταλά του κάθε φορά που το πλησίαζε ο ανθοπώλης ή ο πελάτης

 

Αυτό που δεν καταλάβαινε είναι γιατί δεν το διάλεγε επιτέλους ο ανθοπώλης

Και η ώρα πέρναγε

 

Πελάτες έμπαιναν και έπαιρναν δεκάδες λουλούδια

Οι φίλοι του από το θερμοκήπιο είχαν φύγει πια όλοι

Θα είχαν πάει σίγουρα σε πανάκριβα διαμερίσματα

Σε κρυστάλινα βάζα με δροσερά νερά

 

Εκεί έπρεπε να ήταν και αυτό

Μαζί τους

 

Αλλά η ώρα πήγαινε 11 το βράδυ

Το ανθοπωλείο θα έκλεινε σε λίγο

Και αύριο δεν είχε τύχη

Θα ερχόντουσαν νέα τριαντάφυλλα

Κι αυτό θα κατέληγε λίπασμα για τα επόμενα

 

Είχε μείνει μόνο του στη βιτρίνα

Ο ανθοπώλης έκλεισε τα φώτα

Κι εκείνο έκλεισε τα πέταλά του

Την είχε πάρει χαμπάρι τη μοίρα του

 

Το χτύπημα στην πόρτα ήταν έντονο

 

«Κλείσαμε»

«Ένα τριαντάφυλλο θέλω μόνο»

 

Ο ανθοπώλης κοίταξε τη βιτρίνα και το κλειστό τριαντάφυλλο που είχε απομείνει

Άνοιξε την πόρτα σε έναν νεαρό και του έδωσε βιαστικά το λουλούδι

 

Δεν του πήρε λεφτά

Δεν θα μπορούσε να πάρει λεφτά για ένα κλειστό τριαντάφυλλο

 

Στο δρόμο έκανε κρύο

Κι εκείνο είχε κλείσει ερμητικά τα πέταλά του

Δεν το δεχόταν ρε παιδί μου

Δεν μεγάλωνε τόσες μέρες για να καταλήξει στα χέρια ενός αλήτη

 

«Μα κοίτα πώς πατάει τα μπατζάκια του με αυτά τα βρώμικα παπούτσια. Ούτε μια κορδέλα δεν μου έβαλε ο γύφτος»

 

Ο νεαρός κοίταζε το λουλούδι κάθε λίγο και λιγάκι

Περίμενε να ανοίξει έστω λίγο τα πέταλά του, για χάρη της

Προσπάθησε ακόμα και με το χέρι του να τα ανοίξει λίγο

Αλλά όχι

 

Το τριαντάφυλλο δεν σκόπευε να τα ανοίξει

Όχι για αυτόν τον αχρείο

Δεν του άξιζε τέτοια τύχη

 

Το περιβάλλον ήταν πια πιο ζεστό

Βρέθηκε σε ένα σπίτι, ακουμπισμένο σε ένα τραπέζι

Άκουσε τον τύπο να κάνει μπάνιο

 

Μετά τηλέφωνα, μουσική και τηλεόραση

Νερό πουθενά. Και είχε αρχίσει να νιώθει ήδη δυσφορία

Αλλά ο νεαρός δεν φαινόταν να νοιάζεται

Καθόταν αραχτός στον καναπέ του

 

Μέχρι που χτύπησε το κουδούνι

Και το τριαντάφυλλο βρέθηκε πίσω από την πλάτη του

 

«Μπράβο μαλάκα, θα κάνεις και εκπληξούλα. Δεν ανοίγω τα πέταλά μου που να σκάσεις»

 

Το χέρι που το κρατούσε τώρα ήταν πιο μαλακό, πιο ντελικάτο

Κρυφοκοίταξε για να δει ένα χαμογελαστό γυναικείο πρόσωπο

Ήταν όμορφη..

 

Πολύ όμορφη

 

Αλλά ούτε για εκείνη σκόπευε να ανοίξει τα πέταλά του

Και να πάλι η παγωμένη επιφάνεια του τραπεζιού

 

Είχε πεισμώσει

Είχε τσαντιστεί

 

Ένιωθε ότι είχε προδώσει τους συντρόφους του, την αποστολή του

Αυτό ς ήταν ο έρωτας για τον οποίον είχε ακούσει τόσα πολλά;

 

Έκατσε για αρκετή ώρα θυμωμένο

Αδιαφορούσε για τα γέλια και τα γλυκόλογα

Αλλά το έτρωγε λίγο η περιέργεια να δει τι συμβαίνει

Δεν ήθελε να φύγει από αυτόν τον κόσμο με τα μάτια κλειστά

 

Άνοιξε διστακτικά δύο πέταλά του και κοίταξε τον καναπέ

Είδε δύο γυμνά κορμιά αγκαλιασμένα

 

Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο θέαμα

Ούτε είχε ξανακούσει για αυτό

 

Τέντωσε το κοτσάνι του να δει καλύτερα

 

Τα χέρια του νεαρού ταξίδευαν στο λαιμό της κοπέλας

Πότε τρυφερά και πότε άγρια πίεζαν τις καμπύλες του κορμιού της

Ανέβαιναν στο στήθος της και έπαιζαν με τις θηλές της

Κατέβαιναν ανάμεσα στα πόδια της να γευτούν την ηδονή της

 

Το τριαντάφυλλο κοίταζε σχεδόν μαγεμένο

 

Σε κάθε αναστεναγμό άνοιγε άλλο ένα πέταλό του

Σε κάθε φιλί έμπηγε τα αγκάθια του όλο και πιο δυνατά στο τραπέζι

 

Οι ανάσες έγιναν πιο γρήγορες και κοφτές

Τα σώματα είχαν γίνει πια ένα στον χορό της ηδονής

Τα δόντια της κοπέλας χώθηκαν δυνατά στον ώμο του νεαρού

 

Απ’ την ψυχή της ακούστηκε μια γλυκιά κραυγή

 

Πριν σβήσει στην αγκαλιά του

 

Η ώρα είχε πάει σχεδόν τρεις

Τα μάτια της άνοιξαν νυσταγμένα

 

Ο νεαρός κοιμόταν δίπλα της με ένα ήσυχο χαμόγελο στα χείλη

Στο παράθυρο ήταν κρεμασμένο ένα φεγγάρι

Στο τραπέζι ήταν ακόμα το λουλούδι της

Μόνο που έμοιαζε διαφορετικό από την πρώτη φορά που το είχε πάρει στα χέρια της

 

Δεν ήταν πια κλειστό και κατσούφικο

 

Ήταν ομορφο

Ήταν ζωντανό

Ήταν ανθισμένο

 

Κατακόκκινο

 

2 Responses to Κατακόκκινο

Σχολιάστε