Ο Τζουζέπε και η νοτσιολάτα του

Στο μικρό εργαστήρι του Τζουζέπε, πίσω από το κατάστημα που του άφησε ο πατέρας του, τον χρόνο τον μετρούσες σε γλυκά. Αν δεν έφτιαχνε εξάλλου ο 47χρονος σοκολατοποιός και τα 50 γλυκά που υπολόγιζε να πουλήσει μέσα στην ημέρα, το κατάστημα δεν άνοιγε. Δεν χρειαζόταν να φτιάξει ούτε ένα παραπάνω. Το μικρό χωριό San Mauro di Saline στα βόρεια της Verona δεν ήταν τουριστικός προορισμός.

Η παρασκευή της νοτσιολάτας τού είχε γίνει όμως συνήθεια του Τζουζέπε. Κι ακόμα κι αν σηκωνόταν στις 7 το πρωί για να ξεκινήσει τις προετοιμασίες, ήξερε ότι πριν τις 10 δεν θα έβλεπε άνθρωπο στο μαγαζί του να αναζητά κάτι γλυκό. Κι αυτό γιατί οι νοτσιολάτες ήταν προνόμιο και απόλαυση αποκλειστικά και μόνο για τις γυναίκες του χωριού, που έβγαιναν την βόλτα τους κάθε απόγευμα στην πλατεία. Για αυτές τις γυναίκες, ο Τζουζέπε ήταν ένας μικρός θαυματοποιός.

Ανταγωνισμό; Είχε. Από τον Μάουρο στο ακριβώς απέναντι κατάστημα. Η νοτσιολάτα του Μάουρο όμως δεν τρωγόταν με τίποτα, με αποτέλεσμα το μαγαζί του να μοιάζει διαρκώς ερημωμένο. Τον Τζουζέπε αγαπούσαν οι γυναίκες του χωριού. Αυτόν τον γλυκύτατο άνδρα με το λεπτεπίλεπτο μουστακάκι και την στρογγυλή κοιλιά.

Τον αγαπούσαν όλες εκτός από μία.

Η Αλεσάντρα ήταν ένα όμορφο κορίτσι 24 ετών. Όχι πολύ ψηλή αλλά πολύ όμορφη. Με μαύρα μακριά μαλλιά να χαϊδεύουν τα λακκάκια της μέσης της και μεγάλα καστανά μάτια τα οποία σπάνια συναντούσε το βλέμμα σου. Την Αλεσάντρα την καλοέβλεπαν όλοι στο χωριό. Ο πατέρας της όμως είχε άλλα σχέδια για την κόρη του. Γι’ αυτό και δεν την άφηνε να πηγαίνει πουθενά αλλού παρά μόνο με την μητέρα της στο μαγαζί του Τζουζέπε.

Η μητέρα της βλέπεις δεν πέρναγε απόγευμα χωρίς να κάνει την βόλτα της από τον Τζουζέπε και να φάει μία νοτσιολάτα. Το γλυκό που έφτιαχνε ο Τζουζέπε ήταν ξακουστό μέχρι τη Βερόνα. Κι αν για τον υπόλοιπο κόσμο η νοτσιολάτα ήταν απλά ένα spread φουντουκόπαστας, για τον Τζουζέπε και το χωριό ήταν ένα ημισφαίριο πραλίνας που έκρυβε μέσα του ολόκληρα καραμελωμένα φουντούκια.

Η συνταγή ήταν φυσικά κρυφή. Και η απομίμηση που είχε επινοήσει ο Μάουρο στο απέναντι ζαχαροπλαστείο ήταν θλιβερή. Γι’ αυτό και οι 50 νοτσιολάτες που παρήγαγε ο Τζουζέπε καθημερινά, γίνονταν ανάρπαστες και εξαφανίζονταν πριν καν δύσει ο ήλιος.

Η Αλεσάντρα όμως δεν είχε δοκιμάσει ποτέ της την νοτσιολάτα του Τζουζέπε. Όλες οι γυναίκες του χωριού, γριές, μαθήτριες, νοικοκυρές, έσταζαν μέλι για ένα χαμόγελό του. Αλλά η Αλεσάντρα δεν του έδινε καν σημασία. Καθόταν πάντα ήσυχη στο τραπέζι απολαμβάνοντας έναν καφέ. Χωρίς ζάχαρη.

Κι όσο κι αν επέμενε ο Τζουζέπε στην μητέρα της να την πείσει να δοκιμάσει τη νοτσιολάτα του, η Αλεσάντρα δεν άλλαζε γνώμη. Κι η μητέρα έμενε πάντα να κοιτά τον Τζουζέπε με βλέμμα σχεδόν στοργικό.

Ο Τζουζέπε ήταν φανερά τσιμπημένος με την Αλεσάντρα. Την ποθούσε. Όχι μόνο σαρκικά, αλλά και με έναν απλό, πολύ όμορφο τρόπο. Βλέπεις ο Τζουζέπε είχε πλήρη συναίσθηση της κατάστασης. Δεν μπορούσε να έχει δικιά του την Αλεσάντρα. Εκείνη ήταν ένα μικρό όμορφο κορίτσι και εκείνος ένας ευτραφής ζαχαροπλάστης. Αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν ποθούσε σαν τρελός ένα της βλέμμα, μια μικρή επιβεβαίωση ότι δεν είναι αόρατος για εκείνη. Ειδικά αφού είχε όλες τις γυναίκες του χωριού να τρίβονται στην ποδιά του, ήταν πλέον και θέμα εγωισμού για εκείνον να την κάνει να τον συμπαθήσει, αν όχι να τον αγαπήσει.

Και μπορεί να ήταν η πιο χαζή ιδέα του κόσμου. Μπορεί να μην του φαινόταν λογικό ακόμα και του ίδιου. Αλλά πίστευε ότι ήταν η νοτσιολάτα που θα άνοιγε τον δρόμο της καρδιάς της για εκείνον. Αυτό ήταν άλλωστε το καλό του χαρτί. Όχι η κοιλιά του, όχι το μουστακάκι του, όχι το ταλαιπωρημένο επί σχεδόν μισό αιώνα κορμί του. Αλλά το γλυκό του.

Γι’ αυτό και κάθε πρωί τον τελευταίο χρόνο ο Τζουζέπε έφτιαχνε κι άλλη μία νοτσιολάτα. Την νούμερο 51, την «νοτσιολάτα της Αλεσάντρα». Την οποία έφτιαχνε με μεγάλη μαεστρία, αλλάζοντας τις δοσολογίες της κλασικής συνταγής. Το αποτέλεσμα δεν το είχε δοκιμάσει ούτε καν ο ίδιος. Αυτή η νοτσιολάτα, αυτή η συνταγή προοριζόταν μόνο για εκείνη.

Κάθε πρωί αυτή η νοτσιολάτα έμπαινε σε μία ειδική θέση στο ψυγείο μέσα στην κουζίνα, περιμένοντας καρτερικά την ημέρα που η Αλεσάντρα θα ζητούσε να δοκιμάσει. Περίμενε, ήλπιζε, αγωνιούσε. Αλλά το κυριότερο, ήταν σίγουρος ότι μία δοκιμή θα έκανε τα ολοζώντανα χείλη της να συσπαστούν για χάρη του και να του χαρίσουν ένα χαμόγελο.

Περίπου 300 νοτσιολάτες πρέπει να είχε πετάξει ο Τζουζέπε μέχρι το απόγευμα της προηγούμενης Πέμπτης.

«Θέλω μια νοτσιολάτα» ακούστηκε να λέει η Αλεσάντρα στην μητέρα της. Και η καρδιά του Τζουζέπε άρχισε παλεύει να μείνει στο στήθος του. Χωρίς να ρίξει ούτε βλέμμα στο τραπέζι τους, γλίστρησε στην κουζίνα, άνοιξε το μεγάλο πλαστικό κουτί στο ψυγείο που κρατούσε τη «νοτσιολάτα της Αλεσάντρα» και την σέρβιρε στο πιάτο.

Στα χείλη του ήταν ζωγραφισμένο ένα τρομαγμένο χαμόγελο. Περίμενε έναν χρόνο αυτή τη στιγμή. Βγήκε σχεδόν χορεύοντας από το μαγαζί και πλησίασε το τραπέζι της Αλεσάντρα σαν παιδί που τρέχει στο δέντρο να ανοίξει το δώρο του.

Η Αλεσάντρα όμως δεν ήταν εκεί.

Η μητέρα της κοίταγε τον Τζουζέπε κοκκινισμένη. «Η Αλεσάντρα;» αναρωτήθηκε ο ζαχαροπλάστης. Το βλέμμα της μητέρας της στράφηκε στην άλλη μεριά του δρόμου. Στο μαγαζί του Μάουρο.

Η Αλεσάντρα είχε μόλις καθήσει σε ένα τραπέζι και ο Μάουρο της σέρβιρε το γλυκό. Σε κάθε κουταλιά η Αλεσάντρα σήκωνε τα μάτια της από το γλυκό, προς τη μερικά του Τζουζέπε που στεκόταν όρθιος με το δίσκο του στα χέρια. Κάθε κουταλιά και βλέμμα. Κάθε βλέμμα και ένα εκδικητικό χαμόγελο. Χαμόγελο που έκανε το αίμα του Τζουζέπε να κρυσταλλώνει.

Το όμορφο κορίτσι ευχαρίστησε τον Μάουρο για το γλυκό, σηκώθηκε από το τραπέζι και πήρε το δρόμο για το σπίτι, κάνοντας νόημα στην μητέρα της. Η μητέρα της άπλωσε το χέρι στον ώμο του Τζουζέπε. Πρέπει να του είπε και κάτι πριν τρέξει στο κατόπι της κόρης της αλλά ο Τζουζέπε δεν το άκουσε.

Δεν καταλάβαινε. Δεν ήθελε να καταλάβει. Δεν ήθελε καν να σκεφτεί. Μπήκε στο μαγαζί σχεδόν υπνωτισμένος και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Έκλεισε την πόρτα, άφησε το πιάτο στο πάτωμα και άφησε το σώμα του να πέσει καταγής δίπλα στο γλυκό του.

Τα χλωμά μάγουλά του γέμισαν δάκρυα. Έκλαιγε με σπασμούς. Και δεν ήταν σίγουρος αν έκλαιγε για την χαμένη ευκαιρία με την Αλεσάντρα, για τον κόπο του όλον αυτό τον χρόνο ή για αυτό το παιχνίδι που είχε τώρα πια τελειώσει. Δεν είχε καμία σημασία το γιατί έκλαιγε.

Στερέωσε την πλάτη του στην πόρτα και σκούπισε τα δάκρυά του στο μανίκι. Έστρωσε το μουστάκι του και πήρε το πιάτο από το πάτωμα. Έμπηξε το κουτάλι στην πηχτή «νοτσιολάτα της Αλεσάντρα», παίρνοντας μια γενναία δόση. Έφερε το κουτάλι κοντά στο στόμα και δοκίμασε το γλυκό που τόσον καιρό έφτιαχνε μόνο για εκείνη. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Άφησε το κουτάλι προσεκτικά στο πάτωμα και έβαλε και τα δυο του χέρια στα μάγουλά του πριν ξεσπάσει σε ένα βροντερό γέλιο.

Ήταν το χειρότερο γλυκό που είχε δοκιμάσει ποτέ στη ζωή του. Και το έφτιαχνε κάθε πρωί εδώ και σχεδόν ένα χρόνο. Περιμένοντας τι, ο χαζός; Να κερδίσει την καρδιά μιας γυναίκας.

Σηκώθηκε γρήγορα από το πάτωμα, πέταξε το περίφημο γλυκό στα σκουπίδια μαζί με το πιάτο και βγήκε από την κουζίνα. Στο κατάστημα ήταν ακόμα λίγες γυναίκες που δεν άργησαν να φύγουν. Καθάρισε γρήγορα τα τραπέζια και έκλεισε το μαγαζί του με ένα μικρό ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη.

Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε και πάλι στο San Mauro di Saline και ο Τζουζέπε είχε 50 νοτσιολάτες να φτιάξει…

5 Responses to Ο Τζουζέπε και η νοτσιολάτα του

  1. Ο/Η unstablegreek λέει:

    Ότι είναι να έρθει, θα έρθει?

  2. Ο/Η Kolo Kao Kolo λέει:

    εδώ κ τώρα,γιατί το απαιτούν οι καιροί,τώρα καταλαβαίνεις?

Σχολιάστε